- κλινοστατικός
- -ή, -όχαρακτηρισμός για τις φυσιολογικές μεταβολές οι οποίες προκαλούνται από τη θέση τής κατακλίσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clinostatique < clin(o) - (πρβλ. κλιν[ο]- < κλίνη) + -statique (< -στατικός < -στάτης < ἵστημι)].
Dictionary of Greek. 2013.